Ταχογράφος

Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Αναμονές

Εμένα, οι αναμονές δε με τρομάζουν. Μπορώ να περιμένω για μέρες, για μήνες, για χρόνια, αρκεί να ξέρω πως αξίζει τον κόπο.  Μπορώ να περιμένω για τα πάντα. Για μια ευκαιρία, για έναν έρωτα, μια χαρά, μία συνάντηση, μια σύμπτωση, μια λύπη. Να στέκομαι άναυδος μπροστά στην πυκνή απόσταση και να τη μετράω με τις αντοχές μου σαν ίσος προς ίσο. Να την αφουγκράζομαι σιωπηλά και ήσυχα και να εκτιμώ το κάθε της λεπτό σαν ένα χρόνο ανάλογο του αποτελέσματος.  Οι αναμονές στη ζωή μου είναι πιο ακριβές από το προσδοκώμενο ίσως γιατί αυτές ακριβώς είναι που καθορίζουν και την αξία του. Ποια η αξία μιας χαράς αν δεν την έχεις ονειρευτεί και δεν έχεις παρακαλέσει γι’ αυτή; Και ποια η αξία του χωρισμού  όταν δεν έχεις τη χαρά να σου επιβεβαιώνει τις αγωνίες μιας αγάπης; Ασύνδετα συναισθήματα μια αλυσίδας αμείλικτης και υποτακτικής των νόμων της ύπαρξης. Όμως είναι απλό. Κλαίω γιατί μπόρεσα και γέλασα και γελάω γιατί πριν λίγο έκλαψα.  Αναμένω θα πει ελπίζω και ελπίζω θα πει ζω. Και πάντα η ελπίδα μου είναι να μπορώ να ελπίζω και άρα να ζω. Φιλοσοφικές αηδίες! Ίσως τελικά να μη μου αρέσει να αναμένω.  Αλλά τι σημασία έχει; Σημασία έχει μόνο το ταξίδι. Και οι αποσκευές μου πληρώνουν ήδη υπέρβαρο.

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

με TAXI μας

Καλό Φλεβάρη παιδιά. Που ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει. Μπούρδες. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και πάλι χειμώνας. Στους 13 βαθμούς τον είχα τον θερμοστάτη στο σπίτι κι άναβε το ρημάδι όλη νύχτα. Που να το ζεστάνει με τόση παγωνιά. Κι αρχίζουν κι οι απεργίες μες στην εβδομάδα κι άντε να συντονιστείς σ’ αυτή την πόλη που έχει τον ασυντόνιστο. Κι όσο σκέφτομαι την ταλαιπωρία στους κρύους δρόμους με τα χιλιάδες αυτοκίνητα κολλημένα στην κίνηση και την αγωνία να βρω ένα ταξί ακόμη και εξ ημισείας μήπως και φτάσω αξιοπρεπώς στην δουλειά μου και στην ώρα μου, στο τσακ είμαι να χτυπήσω μια βαρβάτη αναρρωτική ότι με βρήκε κι εμένα η γρίπη φέτος το χειμώνα και ανήκω στα δύο τρίτα του ταλαιπωρημένου από τη νόσο πληθυσμού. Και δυστυχώς συνεχίζω να σκέφτομαι και να και ο ταξιτζής που επειδή καπνίζει αλλά παράλληλα είναι και πολιτισμένος  έχει ανοιχτά τα παράθυρα να ξεντουμανιάσει ο τόπος και το καυτό καλοριφέρ στους σαράντα να σου καίει το εφηβαίο και να νομίζεις ότι στη μία κούρσα παίρνεις δώρο τη φωτόλυση. Και που η φωτόλυση όμως συνοδεύεται και από έξτρα ψυχανάλυση του οδηγού που του αρέσει το επάγγελμα γιατί έχει λέει συνεχή επαφή με τον κόσμο. Κι ο κόσμος να γυρίζει γύρω σου και από τα ηχεία μία χαρούμενη φωνή να έχει ντέρτια και μεράκια για μια αγάπη που χάθηκε κάποτε, είτε εδώ η κάπου στα ξένα κι η γραμματεία του σταθμού να ψάχνει επιμόνως για τον έτερο που να μην τον βρει ποτέ τον άχρηστο που όποτε τον θέλουμε δεν είναι εκεί. Και που αν σου τύχει μες στα χρόνια κι ο σωστός ο επαγγελματίας, είναι τόσο άτυχος γιατί πια σου φαίνεται τόσο κανονικό το προηγούμενο που το αντίθετό του σου μοιάζει ύποπτο. Και την πληρώνει αυτός τη νύφη. Ούτε ευγένειες ούτε τίποτα. Μια ξερή καλησπέρα κι ο προορισμός και πολύ του είναι. Που τι μου φταίει ο άνθρωπος; Εκεί που έπρεπε δεν μίλησα. Αδιαφόρησα. Συγγνώμη κύριέ μου, αλλά σκέψου κι εμένα που τόσα χρόνια ακούω το δράμα του αδικημένου ταξιτζή συναδέλφου σου. Έγκωσα πια. Μπούχτισα. Δεν θέλω να μιλάω με κανέναν. Θέλω να μπει ανάμεσά μας το τζάμι το αλεξίσφαιρο, να σας βλέπω σε βιτρίνα σαν σε είδος προς εξαφάνιση, που δεν είστε γιατί όσο πάτε και αυξάνεστε. Μα, audition περνάτε; πως το κάνετε αυτό; Τέλος πάντων. Ας μην γκρινιάζω άλλο. Είναι και πρωτομηνιά και καλύτερα να ξεκινήσω αισιόδοξα. Καλό μήνα αδέρφια. Κι αν υποχρεωθείτε σε ταξί, πείτε πως είναι δίπλα σας ο Robert, που, έτσι κι αλλιώς, του συγχωρούνται πολλά. Πήγαινέ με όπου θέλεις Robert. Τιμή μου.