Ταχογράφος

Τρίτη 26 Ιουλίου 2011

Αθάνατη Ελληνική Επαρχία

Είναι πολύ ωραία η αίσθηση να μπορείς να φεύγεις από την πόλη και να πηγαίνεις στην εξοχή για λίγες μέρες. Αφήνεις πίσω τα καυσαέρια και τα τσιμέντα και μέσα σε λίγες ώρες βρίσκεσαι μέσα στα πεύκα και τη θάλασσα, ακούγοντας μόνο τα τζιτζίκια και την πηχτή σιωπή της νύχτας. Και μένεις εκεί, στο παραθαλάσσιο χωριό από δίπατα σπίτια με κεραμίδι και δρόμους στενούς που μετά βίας χωράνε δυο αυτοκίνητα μαζί. Πρωινό  στο μπαλκόνι με θέα το απέραντο γαλάζιο και μετά για μπάνιο στην παραλία με τα σκούρα βότσαλα. Μα πρώτα μια στάση για καφέ στο χέρι, βολεμένο στην τετραπglή χάρτινη θηκούλα για άνετη μεταφορά, απλό σαντουιτσάκι ζαμπόν τυρί, χωρίς ντομάτα για να μην αναγglιτσιάζει και τα νεράκια δώρο. Η θάλασσα ένα ποίημα! Δροσερή και φιλόξενη και πιο κει μια ευχάριστη κυρία να διαλύει τη μαγεία της στιγμής με την εκνευριστική, δυνατή φωνή της που χρησιμοποιεί σαν κράχτη της παρουσίας της. Κι ο ήλιος να σιγοκαίει το ανυποψίαστο δέρμα σου και όλο αυτό να σου αρέσει γιατί το σκούρο είναι  πιο γοητευτικό μέσα από τα λινά πουκάμισα του καλοκαιριού. Και μετά ντουζάκι στο σπίτι και φαγητό στην ταβέρνα της Ευθυμίας που ετοιμάζει μαζί με τον άντρα της μεζέδες της περιοχής και ψητά κρέατα μεγαλωμένα στην αρμύρα της θάλασσας. Και από την αυλή του σχολείου να ακούγεται κάτι σαν μουσική και να πηγαίνεις από περιέργεια να δεις τι τρέχει και να βρίσκεσαι έκπληκτος στον χορό του εξωραϊστικού συλλόγου,  με τους χωριανούς να εξωραΐζουν τους πόθους τους με ουισκια και λουλουδούδες υπό τους ήχους μιας ανελέητης ντραμς και ενός βιολιού στη μελωδία της Όμορφης Ευβοιώτισσας. Και μετά για ποτάκι στην παραλία με τον μαυρισμένο μυώδη μπάρμαν να αναρωτιέται αν προτιμάς την μαργαρίτα σου κανοgnική ή ντάκιουρι και τους θαμώνες να διασκεδάζουν, άλλοι με σαγιονάρα και άλλοι με κόκκινη γόβα, ανάλογα πάντα με την αισθητική που αποφάσισαν να λανσάρουν για αυτό το καλοκαίρι. Και μόλις φτάνει η ώρα της επιστροφής να ανακαλύπτεις ότι ίσως είναι μια καλή ιδέα να επιστρέψεις το άλλο σαββατοκύριακο για το καλοκαιρινό γλέντι  στο κέντρο Τα Κουνέλια όπου κάποιοι καλλιτέχνες της περιοχής θα κάνουν ό,τι καλύτερο  για να σου μείνουν αξέχαστοι… Εύκολο!

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Το κάστρο της μνήμης

Πάντα πίστευα ότι οι αναμνήσεις είναι άχρηστες. Πίστευα ότι αναφέρονται στα φαντάσματα του παρελθόντος μας και ότι  μας κρατάνε πίσω, δίπλα τους, απλά για να συνεχίζουν να έχουν την επίφαση της ισχύος τους, ξεκλέβοντας απλώς λίγες στιγμές από το παρόν μας χωρίς νόημα. Αμφισβητούσα τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλούν, τονίζοντας πάντα την άποψη ότι πρόκειται για συναισθήματα ξαναζεσταμένα σ’ ένα τσουκάλι ακατάλληλο για τη φύλαξη νωπών γέλιων και δακρύων. Εξοργιζόμουν με τους ανθρώπους που πάντα είχαν να θυμούνται κάτι από το μακρινό παρελθόν τους και να κινούνται βάσει αυτού σε ένα παρόν διαφορετικό και επανατοποθετούμενο. Είχα πάντα στο μυαλό μου το τώρα και περιφρονούσα επιδεικτικά το τότε. Ξεχώριζα με μαεστρία τη μνήμη από την ανάμνηση και έκρυβα καλά φυλαγμένα τα αναμνηστικά της ζωής μου σε περίτεχνα κουτιά από χαρτί και μέταλλο στα πιο ψηλά σημεία της βιβλιοθήκης μου. Κι όλα αυτά, μέχρι τη στιγμή που η πηχτή ζέστη του καλοκαιριού, τυλιγμένη με τα αρώματα της πόλης ξετύλιξε το περιτύλιγμα και άρχισαν να σκορπάνε, δεξιά και αριστερά, γνωστές φιγούρες, χρώματα, γεύσεις, καταστάσεις και το μυαλό άρχισε να παραδίνεται σ’ αυτό το περίεργο χαμάμ του χρόνου και να αφήνεται στις αισθήσεις οι οποίες χοροπηδούσαν σ’ ένα πάρτι γενεθλίων γιορτάζοντας και τα τριάντα τόσα χρόνια μιας ύπαρξης που από τα τέσσερα, σηκώθηκε στα δύο και αυτή τη στιγμή της μάθαιναν πως θα μπορούσε ακόμη και να πετάξει, αν το ήθελε. Και καμία προσπάθεια αντίστασης. Ήταν όλα δικά μου και ήταν εκεί. Ο χορός των νιάτων μου σε μια ανασυγκρότηση αισθήματος νέου που περιείχε τα πάντα. Χτισμένα μες στα χρόνια με της σιγουριάς τα υλικά και της αθωότητας τα πνεύματα να φωτίζουν το οικοδόμημα μιας ζωής μοναδικού ρυθμού και πρωτότυπης σύλληψης αρμονικά συντονισμένο με την προσωπικότητα του παρατηρητή. Κι εγώ, στον πιο ψηλό πυργίσκο, χτίζοντας τα νέα πατώματα, να κοιτώ τις βάσεις και να αναπολώ κάθε χτύπο και κάθε νέο πετραδάκι που έβαζα, τότε, τις μέρες που δεν υπολόγιζα καθόλου στην ανάπτυξη. Και όλο αυτό να με συγκινεί πραγματικά και να με δυναμώνει για τα επόμενα γνωρίζοντας καλά πως τα υπόγεια, κάποτε ήταν οροφή.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Πολίτης Αθηνών


Από τότε που σε γνώρισα, πάντα μου έλεγες ότι θα ήθελες πολύ να μπορούσες να φύγεις για κάποια άλλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και να ζούσες εκεί. Πάντα, αυτό ήταν κάτι που σε γοήτευε. Πάντα πίστευες ότι εκεί τα πράγματα λειτουργούν καλύτερα απ’ ότι στην Αθήνα ή και την Ελλάδα γενικότερα. Κι εγώ πάντα αρνητικός. Δεν ήθελα ούτε να το ακούσω. Ποτέ δεν καταλάβαινα την ανάγκη σου αυτή. Όσο κι αν προσπαθούσα, ήταν πέρα από τη λογική μου. Κάποια στιγμή και για άσχετους λόγους μου είπες ότι θα ήθελες να μάθεις τους λόγους για τους οποίους μου αρέσει να μένω σ’ αυτό το μπουρδέλο. Μπήκα σε απίστευτες σκέψεις. Έπρεπε να καταφέρω να μεταποιήσω τις αισθήσεις  σε λέξεις και με αυτές να τις περιγράψω το ίδιο δυνατές όπως υπάρχουν μέσα μου χωρίς να χάσουν τη μαγεία και τη δύναμή τους. Δύσκολο. Αλλά όχι και ακατόρθωτο. Έτσι, αφέθηκα. Και ξαφνικά βρέθηκα στην Πειραιώς, σε μια αφόρητη κίνηση, που μου έδινε όμως το δικαίωμα να παρατηρώ για πολύ ώρα στο βάθος τον πάλλευκο Παρθενώνα με φόντο τον αττικό ουρανό και δυο κοτσύφια να ερωτοτροπούν στη λεύκα της νησίδας, περαστικά, στο ταξίδι τους προς την αναζήτηση του καλοκαιριού.  Και πιο κει ένα λιμάνι ανοιχτό στην Μεσόγειο και μια παράκτια γραμμή, απαρχή του αιώνιου Αιγαίου και λίγοι φοίνικες, φυτεμένοι πρόσφατα στη σειρά, με γεωμετρική ακρίβεια, προσπάθεια καλλωπισμού της απογευματινής μας βόλτας. Και άνθρωποι αγχωμένοι στους απελπιστικά γκρίζους δρόμους, να κανονίζουν ραντεβού για μια μπύρα ή ένα καφέ στις μικρές οάσεις της πόλης, μέσα στα στενά των παλιών γειτονιών και τις ταράτσες των νεοκλασικών κτιρίων που επιβίωσαν από τη βία της αντιπαροχής. Και δυο παιδιά με κοντομάνικο στη γειτονιά μου να παίζουν ποδόσφαιρο με τέρμα δυο κουτάκια coca cola και μια γιαγιά να τους φωνάζει να μη της σπάσουν το γεράνι στο παράθυρο. Και δυο υγρά μάτια στη θέα δυο άλλων ματιών στη μέση της Ερμού, πίσω απ’ το εκκλησάκι της Καπνικαρέας. Κι όλοι μαζί, αγανακτισμένoι, έξω από το κοινοβούλιο για να μη χαθούν αυτές οι γεύσεις στο βωμό του ευρωπαϊκού ονείρου και γίνουμε και μείς όπως όλες οι άθλιες πρωτεύουσες που πάντα ονειρευόσουν. Και μέσα σ’ όλα αυτά, η ερώτηση μέσα μου να γίνεται πιο έντονη από ποτέ. Σου αρκεί; Και η απάντηση αυθόρμητη στην σιγουριά της καθημερινότητας που καλημερίζεις τον περιπτερά και βρίζεις τον ταξιτζή, χρέος στην ισορροπία του ταπεραμέντου σου. Μου αρκεί. Κι όσο παραμένεις, μου περισσεύει.