Ταχογράφος

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Η περιφραστική πέτρα

Γεννήθηκα πριν εκατομμύρια χρόνια μεταξύ ζυμώσεων κι εκρήξεων μέσα σε κάποιον πυρήνα ενός σώματος, ενός κυττάρου. Έζησα ήσυχη για πολλές χιλιάδες χρόνια, μέρος ενός ψηλού βουνού κάπου στο κέντρο του πλανήτη στηρίζοντας τα χώματα και τα χρώματα ενός τοπίου ισχυρού και φιλήσυχου ώσπου κάποια στιγμή μία λαστιχένια σόλα με πάτησε και μου αλλοίωσε τα εξωτερικά μου χαρακτηριστικά για πάντα. Ύστερα από χρόνια, δεν ξέρω πόσα, έφτασαν και τα μηχανοκίνητα. Άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα. Η βία ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και οδυνηρό παράλληλα. Απόσχιση και μεταφορά κάπου, όπου το τοπίο δεν είχε πια τη λάμψη του ήλιου και τις μυρωδιές της γης. Πόλη την άκουσα, πόλη την έχτισα. Με τοποθέτησαν στα τοιχία ενός πεζοδρομίου. Στριμωγμένη με άλλες, παρόμοιες με μένα και στηριγμένη με λάσπη σκληρή σαν το τοπίο, καθόμουν εκεί επί χρόνια και παρατηρούσα την κίνηση στο δρόμο. Στην αρχή,  αδιάφορη και με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα μπορέσω να γυρίσω στο σπίτι μου, περίμενα καρτερικά το πλήρωμα του χρόνου. Όμως ο χρόνος περνούσε και η κατάσταση παρέμενε μόνιμη και βαρετή. Κάτι θα έπρεπε να γίνει. Είχα καταντήσει απάγκιο για τα σκυλιά και στήριγμα για τα ποδήλατα. Μόνη μου παρηγοριά η βροχή. Ιαματικά  μπάνια οι φθινοπωρινές βροχές που με καθάριζαν από τις μαύρες σκόνες της πόλης. Ώσπου ένα πρωί ο δρόμος γέμισε πόδια. Πολλά πόδια. Πόδια, στην αρχή ήσυχα και μετά βαριά και γρήγορα και μετά με μπότες μαύρες και μετά μια λάμψη και μυρωδιά πετρέλαιο και εκρήξεις και άνθρωποι να βρίζουν και να φωνάζουν και η ατμόσφαιρα ασφυχτική και τα πόδια πάντα εκεί να μην ησυχάζουν αλλά να γίνονται ολοένα και πιο νευρικά κι ένα χέρι να χτυπάει τις διπλανές μου πέτρες και μετά και μένα και να με τραβάει να ξεκολλήσω, πάλι με τη βία και να φωνάζω και να μη μ’ ακούει κανείς. Και τότε κατάλαβα ότι ήταν η ώρα που τόσο πολύ περίμενα. Ή τώρα ή ποτέ. Και έσπρωχνα να βοηθήσω να βγω από αυτό το μαρτύριο και κάποια στιγμή ήταν τόση η λαχτάρα που αφήνοντας κολλημένη για πάντα την άκρη της βάσης μου στην άκρη του δρόμου, αφέθηκα στο νευρικό χέρι και υψώθηκα ψηλά με τροχιά στο άγνωστο και την υποχρέωση να εκδικηθώ για όλα αυτά τα χρόνια που ζούσα ανήμπορη στη μέση του τσιμεντένιου πουθενά. Και είδα μπροστά μου ένα πλάσμα με κράνος και ασπίδα και στόχευσα με μένος. Τόσο μένος που μάλλον προκάλεσα πόνο και θυμό. Πήρα το αίμα μου πίσω. Ήταν ένας απ’ αυτούς. Στο πρόσωπό του εκδικήθηκα για όσα είχα τραβήξει ως τώρα. Ήταν το θύμα μου κι εγώ το δικό του. Μια επαναφορά εγωισμού και δύναμης προσωπική μα και απέραντα συλλογική. Ήμουν εκεί και αυτό πια ήταν σαφές. Και μετά, σιωπή. Μια μεγάλη σκούπα  με χάιδεψε απαλά και με έριξε σε κάτι μεγάλο που με μετέφερε κάπου εξοχικά και εκεί είδα επιτέλους ξανά τον ήλιο και κυλίστηκα στο καστανό χώμα δίπλα σε μία λευκή ταμπέλα που έγραφε : ‘ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΜΠΑΖΑ’.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου