Ταχογράφος

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Γλυκό μου μελομακάρονο


Γλυκό μου μελομακάρονο. Τόση ώρα εδώ μπροστά σου, σε κοιτάζω και πραγματικά αναρωτιέμαι πώς να αισθάνεσαι, υποψήφιο θύμα μιας χριστουγεννιάτικης λιγούρας  και ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να ζήσει τρώγοντας μόνα μικρά και αφράτα μελομακάρονα σαν λυσσασμένος. Παρατηρώ με τρυφερότητα τις υπέροχες χαρακιές στη ράχη σου και τη ρωμαλέα σου όψη πάνω στην οποία έχουν σταθεί δεκάδες αμύγδαλα βαραίνοντας σημαντικά τη διατροφική σου αξία. Ένα μέτρο μας χωρίζει από την αιωνιότητα. Τη δική σου αιωνιότητα στην οποία είσαι έτοιμο να θυσιαστείς με μοναδική απολαβή την πιθανή ανεξίτηλη μνήμη στο μυαλό του κάθε κοιλιόδουλου. Γειωμένο στην πιατέλα από το βάρος ενός διακριτικού σιροπιού δίνεις την αίσθηση ενός ακίνδυνου γλυκίσματος που όμως όλοι ξέρουμε καλά ότι οι συνέπειές σου μπορεί κατά περίπτωση να είναι ακόμη και χρόνιες. Χρόνια τώρα επιθυμώ την πειθαρχία και την αυτοσυγκράτηση απέναντί σου, αλλά κάθε φορά που ερχόμαστε αντιμέτωποι, όπως τώρα, με νικάς. Καμία νίκη στο ενεργητικό μου. Μόνο ήττες. Ήττες ολικές και συνταρακτικές. Μια ζωή καταδικασμένος να είμαι το θύμα του θύματός μου και να το ξέρω. Πόσες φορές δεν προσπάθησα να σε αποφύγω και σε έβρισκα πάντα εκεί καμουφλαρισμένο πίσω από κάποια κόκκινη ζελατίνα να με κοιτάς δήθεν αθώα, έτοιμο να με παρασύρεις στον πιο γλυκό κατήφορο. Στον κατήφορο που όταν αρχίζει, δεν τελειώνει με τίποτα. Θέλεις να την αδειάσεις την πιατέλα και να μη μείνει μέσα τίποτα σαν να πρόκειται για κάποιο αρχαίο τάμα που έχεις την ετήσια υποχρέωση να εκπληρώσεις. Γλυκό μου μελομακάρονο, γιατί  να μην είσαι κάτι απαίσιο, σαν τις μπάμιες για παράδειγμα, που δεν θέλω ούτε να τις βλέπω; Γιατί να μην είσαι κάτι απλό σαν τις ελιές, κάτι παράξενο σαν την λακέρδα, που πόσο να φας;  Γιατί εμφανίστηκες στην παράδοσή μας και μας καταστρέφεις χρόνο με τον χρόνο, με τις θερμίδες και τα σάκχαρά σου; Δεν γίνεται να γίνεις ντε πασέ, να μην ασχολείται κανείς μαζί σου; Να κατηγορηθείς για συμβολή σε κάποιο άσχημο είδος καρκίνου ή να ταυτιστείς με κάτι το αμαρτωλό, να έχουμε λόγους να σε αποφεύγουμε; Γλυκό μου μελομακάρονο, έφτασε και η σειρά σου. Ήταν όλα τους υπέροχα, αλλά εσένα σε ξεχώρισα απ’ την αρχή. Γι’ αυτό σε άφησα και τελευταίο. Θέλω πάντα να τελειώνω με το καλύτερο. Κι εσύ είσαι το καλύτερο. Το πιο στιβαρό. Το πιο καρδαμωμένο. Το περισσότερο σιροπιασμένο. Αντίο γλυκό μου μελομακάρονο. Ίσως του χρόνου τα καταφέρω καλύτερα.

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Η μελαγχολία των Χριστουγέννων

Πριν αρχίσω να γράφω, είχα τρομερά νεύρα με αυτή τη νέα κατάσταση που επικρατεί γύρω μας τις ημέρες των εορτών. Ήθελα πραγματικά να βάλω τις φωνές σε όλους αυτούς που ζουν αυτές τις μέρες μες στην κατάθλιψη και τη μελαγχολία. Όμως ένας φίλος με έκανε να το δω αλλιώς το θέμα και να αντιμετωπίσω την κατάσταση με τρόπο μάλλον Χριστουγεννιάτικο όσο κι αν αυτό μπορεί να μην του αρέσει καθόλου.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μία πόλη του κόσμου, όπου όλα είχαν ισοπεδωθεί και έτρεχαν στους ρυθμούς της διεθνούς αγοράς, ζούσε  ένα μικρό παιδί, ο Φάνης.  Τη λάτρευε την πόλη. Του άρεσε να την περπατάει απ’ άκρη σ’ άκρη και να ανακαλύπτει μέσα στη μαυρίλα όλα αυτά τα ζωτικά στοιχεία που της πρόσθεταν λίγη γοητεία. Σαν να αναζητούσε λίγο φως στο σκοτεινό τοπίο, επηρεασμένος ίσως κι από την ημέρα της ονομαστικής του εορτής. Τα Θεοφάνεια. Τα Χριστούγεννα για τον μικρό Φάνη ήταν πάντα μέρα χαράς. Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας του, έτσι κι αυτός χαίρονταν με όλα τα στολίδια και τις μουσικές των ημερών. Πίστευε στον Άη Βασίλη, στόλιζε χριστουγεννιάτικο δέντρο, ψώνιζε δώρα, έλεγε τα  κάλαντα…  Κι όλα αυτά μέχρι εκείνα τα Χριστούγεννα. Τότε που όλα άλλαξαν. Μία ατυχής στιγμή στη ζωή του, άλλαξε την άποψή του για τη γιορτή εντελώς. Εκείνες οι γιορτές, για τον μικρό Φάνη, ήταν πολύ δύσκολες. Δεν μπορούσε να βρει τη χαρά πουθενά. Όλα του φαίνονταν μάταια. Μάταια τα στολίδια, μάταια τα φωτάκια, μάταια τα τραγουδάκια. Σαν να του ξεριζώσανε από μέσα του το πνεύμα των Χριστουγέννων και αφήσανε μια τρύπα άδεια κι ένα κενό αβάσταχτο. Κι αυτό ενεγράφη μέσα του για πάντα. Όπως τότε που μπορεί να καείς με ζεστό νερό κι από τότε όσες φορές κι αν βράσεις νερό θυμάσαι πάντα το πρώτο σου κάψιμο. Και ο καιρός περνούσε και τα Χριστούγεννα ξανάρχονταν. Ο Φάνης δεν ήθελε να ασχοληθεί καθόλου μαζί τους. Τον απωθούσε και μόνο η ιδέα. Ούτε φωτάκια ήθελε να βλέπει, ούτε δεντράκια, ούτε ψεύτικα ελαφάκια στους δρόμους. Ήταν όλα ψεύτικα. Οι φίλοι του δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Όσο κι αν ήθελαν, όσο κι αν προσπαθούσαν, το είχε πάρει απόφαση. Τα Χριστούγεννα καίνε.  Μόνο οι νύχτες του έφτιαχναν τη διάθεση. Περπατούσε αδιάκοπα, αδιαφορώντας για την πολύχρωμη ατμόσφαιρα. Μέχρι που ένα βράδυ μέσα σε ένα στενό δρομάκι συνάντησε μια περίεργη φιγούρα. Μία γηραιά κυρία απροσδιορίστου ηλικίας, ντυμένη στα μπλε και με έναν περίεργο κότσο ο οποίος κατέληγε σε ένα χρυσό κόσμημα με γυαλιστερά πετράδια σε σχήμα μαργαρίτας. Απέφυγε να την κοιτάξει στα μάτια, όμως αυτή του απευθύνθηκε. ‘’Φάνη… Φάνη… Έλα εδώ. Μη με φοβάσαι.’’  Του μίλησε για μια χορεύτρια που κάποτε αποφάσισε να φύγει από το μουσικό κουτί της και να βγει στον κόσμο και να ζήσει αυτό που έβλεπε μέσα από τη γυάλα με τα χιόνια. Και που, προς μεγάλη της απογοήτευση ο κόσμος δεν ήταν όπως τον φανταζόταν  αλλά μάλλον πιο μίζερος και σκοτεινός. Και του περιέγραψε όλες τις άσχημες μέρες που πέρασε μέχρι να μπορέσει να συνηθίσει την νέα κατάσταση, ώσπου μια ωραία μέρα θυμήθηκε ότι σε κάποια από τις τσέπες του παλτού της είχε κρύψει το κλειδί του μουσικού κουτιού . Και ότι από τότε,  κάθε παραμονή Χριστουγέννων, η χορεύτρια βγάζει το κλειδί από την τσέπη της,  το χορεύει ένα χορό αλά παλαιά και ξαφνικά χιονίζει και το τοπίο γίνεται όπως τότε που το ήξερε κλεισμένη μες στη γυάλα γιορτινό και χαρούμενο. Και ο Φάνης την κοιτούσε συγκινημένος και έκπληκτος. Και ξαφνικά έφερε το χέρι της στον κότσο, τράβηξε το περίτεχνο κλειδί που κρατούσε τα μαλλιά της, τον πήρε από το χέρι και τον χόρεψε έναν χορό σχεδόν μαγικό. Και ξαφνικά άρχισε να χιονίζει και το γκρι τοπίο έχασε τη μουντάδα του και τα φωτάκια λαμποκοπούσαν όσο ποτέ και ο Φάνης, με το κλειδί στο χέρι συνέχισε να χορεύει ως το πρωί  που γύρισε στο σπίτι του και δεν είπε τίποτα σε κανέναν. Έβαλε το κλειδί σε ένα μικρό μπλε κουτί και πανευτυχής κάθισε στο παράθυρο να απολαύσει το χριστουγεννιάτικο τοπίο.

Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Ξανά Αθήνα

Πολλές φορές σε παρασέρνει η υποχρέωση και χάνεις την ουσία. Είχα πολύ καιρό να κάνω βόλτα στην πόλη, νύχτα. Και μάρτυρας μου το φεγγάρι, ήταν μαγικά. Ήταν όλα εκεί. Όπως τα ήξερα και όπως τα αγάπησα, τότε, στην εφηβεία μου που έβγαινα για βόλτα στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας με συνοδοιπόρο τις βραδινές μυρωδιές και τις αντανακλάσεις στην άσφαλτο. Δυο τρία σκουπιδιάρικα να μαζεύουν τα απομεινάρια μιας μέρας και ο λιγοστός κόσμος της νύχτας να γίνεται ένα με το γκρι και να αφήνει μακριές σκιές να τονίζουν την προοπτική της μέρας που έρχεται πάνω στις ξεφτισμένες πλάκες ενός χιλιομπαλωμένου πεζοδρομίου.  Κι ανάμεσα στις άχαρες πολυκατοικίες μικρά αριστουργήματα αρχιτεκτονικής να σου υπενθυμίζουν ότι αυτή η πόλη υπήρξε πραγματικό κόσμημα στην άκρη μιας Ευρώπης και οι κοιμισμένοι στις στάσεις και στα παγκάκια να σε επαναφέρουν σε μια τάξη που δεν θέλεις να μπεις γιατί αυτό το βράδυ η Αθήνα για σένα είναι το μικρό γαλάζιο κρίνο του Γκάτσου και του Χατζιδάκι. Και τα αγόρια δεν σφυρίζουν πια αλλά ο Ναός πάντα εκεί, στο βάθος κάποιου δρόμου, να σου κλείνει το μάτι και να σου υπενθυμίζει πως από τότε που βρήκε την Αθήνα, συντρόφισσα αιώνων, ενεδύθη  τα άσπρα για πάντα. Και να σκέφτεσαι τι χαζορομαντικός που είμαι και αυτομάτως να το προσπερνάς και να ξαναβυθίζεσαι στη γοητεία του τοπίου και δυο μάτια να σου λένε ‘δες μέσα μας πως καθρεφτίζεται η πόλη’ και να τολμάς με το φόβο και την προσδοκία εκεί μέσα να χαθείς. Κι έτσι, ένα με το χώρο, ένα με το χρόνο, να βαδίζεις προς το οπουδήποτε για δυο λεπτά ακόμη, για δυο ώρες, για πάντα.     

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

Η προσευχή της υπαλλήλου

Παναγίτσα μου καλή,
Συγγνώμη που σε ενοχλώ τέτοια ώρα, αλλά τώρα τελείωσα τις δουλειές στο σπίτι και επιτέλους μπορώ να ξαπλώσω λίγο το κορμί μου και να το ξεκουράσω από την δύσκολη μέρα που είχα. Ξέρεις, άρχισε το συνεχές ωράριο και δεν έχω χρόνο για τίποτα. Λείπω από το πρωί ως το βράδυ και δεν προλαβαίνω ούτε τα παιδιά μου να δω. Και στο λέω, γιατί μάνα είσαι και συ. Και τόσα πέρασες με το παιδί σου, αλλά το παιδί είναι παιδί. Ότι και να κάνει, στο σπίτι θα γυρίσει. Έλα όμως που σε περιόδους σαν την τωρινή δεν βρίσκει κανέναν. Λείπουν όλοι σταθερά στη δουλειά. Και, με ξέρεις τώρα εμένα, δεν θα σε ενοχλούσα για αυτό το θέμα, αλλά δεν έχω άλλη ελπίδα. Μόνο εσύ μου έχεις μείνει. Σου μιλάω λοιπόν σαν γυναίκα προς γυναίκα. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Ξέρεις τι είναι να είσαι όλη μέρα όρθια και ευγενής με τον κάθε πιθανό πελάτη που μπαίνει στο μαγαζί;  Μα, τι λέω; Και βέβαια ξέρεις. Συγγνώμη για την αγένεια, αλλά πια δεν λειτουργώ. Καταλαβαίνεις. Κάθε μέρα κι ένας νέος γολγοθάς. Τα πόδια μου έχουν πρηστεί από το πήγαιν’ έλα. Το κεφάλι μου καζάνι. Όλη μέρα μέσα σε τέσσερις τοίχους και άντε να ρίξεις και κάνα δυο σφουγγαρίσματα να περάσει η ώρα. Και δεκάδες άνθρωποι να με παρακαλάνε για μια έκπτωση και ο μαλάκας, συγχώρα με για τα γαλλικά, να με κοιτάει με μισό μάτι μην τυχόν και με ψήσουν και την κάνω. Και ένα ξεκούρδιστο βιολί στο δρόμο να παίζει non stop το άγια νύχτα από το πρωί ως το βράδυ. Και η ώρα να μην περνάει. Και φαγητό στο πόδι και ο κάθε τρελός στο κεφάλι σου με απαιτήσεις ανεκδιήγητες γιατί είναι και γιορτές και έχουν και πολλά έξοδα και πρέπει να δίνουμε και τόπο στην οργή. Δεν είναι κατάσταση αυτή. Σκέφτηκα λοιπόν να σου ζητήσω μια χάρη. Κι εγώ, θα φέρω στη χάρη σου μια λαμπάδα ίσα με το μπόι μου. Ή καλύτερα, ίσα με το μπόι του μεγάλου μου, που είναι και ψηλό αγόρι. Τι θα έλεγες τη Δευτέρα και την Τετάρτη να γίνει ένας μικρός σεισμός, μια τρομοκρατική ενέργεια, όχι τίποτα το σοβαρό. Έτσι, ίσα να αναβληθεί η λειτουργία των καταστημάτων. Προς Θεού, δεν θέλω να πάθει κανείς κακό. Έτσι, ίσα να τρομάξουμε λίγο. Νομίζω ότι δεν είναι δύσκολο για σένα. Που όχι απλά νομίζω. Πιστεύω. Και το πιστεύω βαθιά μέσα μου ότι με καταλαβαίνεις και θα με βοηθήσεις. Όμως, μη σε κρατάω άλλο. Τα είπαμε, τα συμφωνήσαμε. Να χαίρεσαι το παιδάκι σου. Μη νομίζεις ότι τα ξεχνάω το γενέθλια. Ποτέ. Για σαράντα μέρες ούτε κρέας δεν τρώω. Είμαι πολύ τυπική σ’ αυτά τα πράγματα. Μη νομίζεις ότι έχεις να κάνεις με καμιά τυχαία.  Τώρα όμως πρέπει να πέσω. Συγγνώμη που θα σου γυρίσω την εικόνα ανάποδα, αλλά ο άντρας μου έχει ορέξεις και εγώ το τιμάω το στεφάνι μου.

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Homo plasticius

Βγήκα, που λέτε, στην πρωτεύουσα της χώρας και τι να δω; Ήταν όλες τους εκεί. Ίδιες και απαράλλαχτες. Περήφανες πενηντάρες, πλαστικοποιημένες και αγέρωχες μπροστά στο χρόνο που δεν μπορούσε να τις πιάσει από πουθενά γιατί και τα πιασίματα πια ήταν μονομπλόκ. Υπέροχες κώμες γλυπτά, συνέχεια του σκαλπ που από τα τραβήγματα είχε μεταφερθεί σε κάποιο αόριστο σημείου του κεφαλιού όπου το ένα αυτί συναντούσε το άλλο κόντρα στο πρώτο και σταθερό σχέδιο του δημιουργού. Και έρχομαι και ρωτώ. Γιατί κουκλίτσα μου το έκανες αυτό στον εαυτό σου; Για να γίνεις πιο όμορφη; Δεν έγινες! Για να γίνεις πιο νέα; Δεν έγινες! Για να γίνεις πιο ερωτεύσιμη; Ούτε κατά διάνοια. Που ποιος λογικός άνθρωπος μπορεί να ερωτευτεί μια κολοκύθα με μάτια; Γιατί αυτό το μάγουλο σαν κολοκύθα κόκκινη έχει καταντήσει. Happy Halloween μωρό μου. Που με χαρά θα σου χτυπήσω την πόρτα στη γιορτή σου και θα το πετάξω το σκατό, όπως Αμερική. Γιατί αυτές είδες και πήγες κι έγινες σαν γαμώ το κέρατό σου.  Που θα το φας το κέρατο. Γιατί κι ο άντρας σου τι να σου κάνει; Πόσο να το ανεχτει το τοτέμ δίπλα του; που το πλήρωσε κιολας. Γιατί είσαι και μουρμούρω. Σου λέει, να γλιτώσω τη μουρμούρα να ανεχτώ τη κουτσομούρα. Γιατί από το πολύ το τράβηγμα, πειράχτηκε λίγο και το οπτικό το κέντρο και δεν το βλέπεις το μουστάκι που έχει φτάσει στο πηγούνι και τώρα που έχει κι απεργίες έμεινες και χωρίς beaute. Ε, ποτέ! Κι έτσι αξύριστη και αμετακίνητη όπως είσαι αναγκάστηκες να βγεις στους δρόμους στην αναζήτηση κάποιου απεργοσπάστη. Γιατί ήσουν σίγουρη ότι ο Πατίστας είναι μαύρος και οι μαύροι δεν απεργούν. Τι λες κούκλα μου; Ε, λοιπόν είσαι πολύ βήτα. Να πάρεις την ευθύνη και να κυκλοφορήσεις έτσι στην πρεμιέρα στο Παλλάς και να πάρεις μαζί σου και τις φίλες σου, τις όμοιες και τα άλλα ανθρωπάκια του Γαϊτη, να χειροκροτήσετε με πάθος την μαλακία που θα σας σερβίρουν για κουλτουριάρικο και μετά για ελαφρύ ψαράκι στο Βαρούλκο και όλοι πίσω στα νεκροτομεία απ’ όπου ξεκινήσατε. Και που ‘σαι. Δεν πιστεύω την κρεμούλα που φοράς το βράδυ να την δοκιμάσανε σε φώκιες; Πρόσεχε γιατί θα έρθει κι η σειρά σου.

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Μπαφιάσαμε!

Καθημερινά στους δρόμους, άνθρωποι ζαλισμένοι από την πραγματικότητά τους, κυριευμένοι από τον φόβο της αοριστίας να περπατούν παραπατώντας και με το βλέμμα καρφωμένο στο αδιόρατο κενό της ύπαρξής τους. Και μια γνωστή μου να επιμένει ότι πιστεύει βαθιά μέσα της πως κάποιοι άλλοι μας ψεκάζουν με ουσίες για να είμαστε ήσυχοι και συγκαταβατικοί. Και δυο πιτσιρίκια, το πολύ δεκαπέντε χρόνων, να πίνουν μπάφους στο παγκάκι ενός πάρκου και να την βλέπουν τη ζωή αλλιώς. Μέσα από το πρίσμα μιας χαμένης ισορροπίας και ενός χαλαρού νευρικού συστήματος που ξαναβρίσκει την ξεχασμένη χαρά και που την κάνει γέλιο σε δυο χείλη που καταπίνουν τον καπνό με απόλαυση και ηδονή. Και οι τοίχοι να γράφουν ‘Οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη’ και εσύ να σκέφτεσαι ‘χέστηκα’ και να παρακολουθείς άναυδος μια χώρα που ζει υπό την επήρεια και αδιαφορεί και να τρελαίνεσαι. Και να αναζητάς τα πιτσιρίκια για μια τζούρα, έτσι για να ξεχαστείς. Και μετά να θυμάσαι ότι γνωρίζεις κι άλλους που μπορούν να στην ανάψουν τη ψευδαίσθηση και να συνειδητοποιείς ότι ζεις σε μία χώρα που η παράνομη χειρονομία είναι πιο νόμιμη κι από την αγανάκτηση. Κι έτσι από αγανάκτηση να παίρνεις τρία χαρτάκια και να φτιάχνεις το τσιγάρο, βαρύ και σέρτικο και να ρουφάς τον καπνό ως τα κατάβαθα του είναι σου και να ζεις την ευτυχία του ΄δήθεν΄ που τόσο πάλεψαν να σου επιβάλλουν και που όσο κι αν ήθελες να αντισταθείς έγινες ακόλουθός της. Και να αναρωτιέσαι γιατί δεν το κάνουν νόμιμο; Γιατί υποκρινόμαστε; Άστε τον κόσμο να μπορεί να το αγοράζει όπως αγοράζει και τα Marlboro, την Coca Cola, τα αντικαταθλιπτικά και τα ζαχαρωτά βρακιά. Δώστε του τη δυνατότητα να τα φυτεύει σαν το δυόσμο στο παράθυρο της κουζίνας του και σταματήστε πια να ενδιαφέρεστε για την μείωση του σπέρματος, τα καρδιαγγειακά προβλήματα και  τα καμένα εγκεφαλικά κύτταρα που έτσι κι αλλιώς καίγονται στην αγωνία της καθημερινότητας που εσείς δημιουργείτε. Ψηφίστε υπέρ της ‘πράσινης ανάπτυξης’ του τόπου και σταματήστε να τα πίνετε μόνοι σας. Γιατί είναι σίγουρο ότι τα πίνετε. Μόνο έτσι εξηγείται η συμπεριφορά σας. Μας μπαφιάσατε!

Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Η περιφραστική πέτρα

Γεννήθηκα πριν εκατομμύρια χρόνια μεταξύ ζυμώσεων κι εκρήξεων μέσα σε κάποιον πυρήνα ενός σώματος, ενός κυττάρου. Έζησα ήσυχη για πολλές χιλιάδες χρόνια, μέρος ενός ψηλού βουνού κάπου στο κέντρο του πλανήτη στηρίζοντας τα χώματα και τα χρώματα ενός τοπίου ισχυρού και φιλήσυχου ώσπου κάποια στιγμή μία λαστιχένια σόλα με πάτησε και μου αλλοίωσε τα εξωτερικά μου χαρακτηριστικά για πάντα. Ύστερα από χρόνια, δεν ξέρω πόσα, έφτασαν και τα μηχανοκίνητα. Άδεια κορμιά, σιδερικά, παιδιά κι ελάσματα. Η βία ήταν κάτι το πρωτόγνωρο και οδυνηρό παράλληλα. Απόσχιση και μεταφορά κάπου, όπου το τοπίο δεν είχε πια τη λάμψη του ήλιου και τις μυρωδιές της γης. Πόλη την άκουσα, πόλη την έχτισα. Με τοποθέτησαν στα τοιχία ενός πεζοδρομίου. Στριμωγμένη με άλλες, παρόμοιες με μένα και στηριγμένη με λάσπη σκληρή σαν το τοπίο, καθόμουν εκεί επί χρόνια και παρατηρούσα την κίνηση στο δρόμο. Στην αρχή,  αδιάφορη και με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα μπορέσω να γυρίσω στο σπίτι μου, περίμενα καρτερικά το πλήρωμα του χρόνου. Όμως ο χρόνος περνούσε και η κατάσταση παρέμενε μόνιμη και βαρετή. Κάτι θα έπρεπε να γίνει. Είχα καταντήσει απάγκιο για τα σκυλιά και στήριγμα για τα ποδήλατα. Μόνη μου παρηγοριά η βροχή. Ιαματικά  μπάνια οι φθινοπωρινές βροχές που με καθάριζαν από τις μαύρες σκόνες της πόλης. Ώσπου ένα πρωί ο δρόμος γέμισε πόδια. Πολλά πόδια. Πόδια, στην αρχή ήσυχα και μετά βαριά και γρήγορα και μετά με μπότες μαύρες και μετά μια λάμψη και μυρωδιά πετρέλαιο και εκρήξεις και άνθρωποι να βρίζουν και να φωνάζουν και η ατμόσφαιρα ασφυχτική και τα πόδια πάντα εκεί να μην ησυχάζουν αλλά να γίνονται ολοένα και πιο νευρικά κι ένα χέρι να χτυπάει τις διπλανές μου πέτρες και μετά και μένα και να με τραβάει να ξεκολλήσω, πάλι με τη βία και να φωνάζω και να μη μ’ ακούει κανείς. Και τότε κατάλαβα ότι ήταν η ώρα που τόσο πολύ περίμενα. Ή τώρα ή ποτέ. Και έσπρωχνα να βοηθήσω να βγω από αυτό το μαρτύριο και κάποια στιγμή ήταν τόση η λαχτάρα που αφήνοντας κολλημένη για πάντα την άκρη της βάσης μου στην άκρη του δρόμου, αφέθηκα στο νευρικό χέρι και υψώθηκα ψηλά με τροχιά στο άγνωστο και την υποχρέωση να εκδικηθώ για όλα αυτά τα χρόνια που ζούσα ανήμπορη στη μέση του τσιμεντένιου πουθενά. Και είδα μπροστά μου ένα πλάσμα με κράνος και ασπίδα και στόχευσα με μένος. Τόσο μένος που μάλλον προκάλεσα πόνο και θυμό. Πήρα το αίμα μου πίσω. Ήταν ένας απ’ αυτούς. Στο πρόσωπό του εκδικήθηκα για όσα είχα τραβήξει ως τώρα. Ήταν το θύμα μου κι εγώ το δικό του. Μια επαναφορά εγωισμού και δύναμης προσωπική μα και απέραντα συλλογική. Ήμουν εκεί και αυτό πια ήταν σαφές. Και μετά, σιωπή. Μια μεγάλη σκούπα  με χάιδεψε απαλά και με έριξε σε κάτι μεγάλο που με μετέφερε κάπου εξοχικά και εκεί είδα επιτέλους ξανά τον ήλιο και κυλίστηκα στο καστανό χώμα δίπλα σε μία λευκή ταμπέλα που έγραφε : ‘ΑΠΑΓΟΡΕΥΟΝΤΑΙ ΤΑ ΜΠΑΖΑ’.

Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

Εσείς, πόσα UFO είδατε σήμερα;

Ολόκληρη η ανθρωπότητα συντονισμένη στο επίσημο ανακοινωθέν της ΝΑΣΑ. Κάτι σχετικό με την εξωγήινη ζωή.  Λες να βρήκαν κάτι ενδιαφέρον ή πάλι, όπως και τότε, κάποιο ψευτοβίντεο με πλάσματα βγαλμένα από τον πόλεμο των άστρων;  Η ώρα φτάνει εννιά και όλοι με κομμένη την ανάσα να περιμένουν τα μαντάτα. Και τελικά η συγκλονιστική πληροφορία μεταδίδεται μέσω των δορυφόρων με ταχύτητα φωτός. Μικρόβια στον πάτο της λίμνης με το στοιχείο Αρσενικό στο είναι τους. Τι μου λες;  Με ανατρίχιασες! Και καλά οι τρίχες οι απείραχτες. Απλά σηκώθηκαν. Οι άλλες όμως, οι αποτριχωμένες, να προσπαθούν να σπάσουν τα δεσμά και όλο το δέρμα να πονάει σαν να θέλει όλο μου το μέσα να βγει έξω και να φωνάξει ΕΛΕΟΣ!!! Τόσος ντόρος για το τίποτα. Ποιο μικρόβιο κύριοι; Ποια λίμνη; Ποιο αρσενικό και ποιο θηλυκό είναι τόσο απόλυτα UFO να ψηθεί στην ανυπαρξία της πληροφορίας σας; Άσε που εγω, τους εξωγήινους,  τους βλέπω καθημερινά, παντού. Ζουν και κινούνται γύρω μας. Και τελευταία πιστεύω και το άλλο. Έχει επιλέξει ο καθένας τους, έναν από μας και παίρνει μαθήματα και πληροφορίες. Για το πώς ζούμε, πώς επιβιώνουμε και πως σκεφτόμαστε. Για κοιτάξτε προσεχτικά γύρω σας. Θα τους καταλάβετε. Δεν είναι πράσινοι, κόκκινοι, μπλε. Ούτε έχουν μυτερά αυτιά και περίεργες μύτες. Είναι καθ’ εικόνα και ομοίωσή μας. Αλλά, αν και μόνο προσέξετε συμπεριφορές, θα το αντιληφθείτε το εξωγήινο αμέσως. Είναι αυτό που στην αρχή σε γοητεύει και μετα σε κάνει και σκίζεις τα πτυχία σου. Και αναρωτιέσαι τελικά, μα μήπως είμαι από άλλον πλανήτη; Τι δεν καταλαβαίνω; Όχι, μην αποσυντονίζεσαι. Απλά έχεις να κάνεις με UFO. Σαν τους κυρίους που μας είπαν χθες τις αρλούμπες και εμείς με έτοιμη τη διάθεση να ψηθούμε, απλώς μείναμε άναυδοι τηλεθεατές μπροστά στις τηλεοράσεις παρακαλώντας την κρατική τηλεόραση να πάει στο σπίτι της. ΕΤ go home….

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Καπότα να προσφέρουμε;

Εγώ προσωπικά, την καπότα δεν την θέλω. Με κουράζει. Βαριέμαι. Δημιουργεί απόσταση. Θα μου πεις, είναι απαραίτητη στις μέρες μας. Αρρώστιες, αντισύλληψη, ψυχαγωγία... Ok.  Τα καταλαβαίνω όλα αυτά. Εμένα όμως με καταλαβαίνει κανείς; Ξέρεις τι είναι να φτάνεις στο αμήν και να σκίζεις φακελάκια με τα φρεσκοπλυμένα δόντια σου, να φτύνεις ό,τι περισσεύει και να πιάνεις το γλοιώδες λάτεξ και να το φέρνεις σε επαφή με τα πιο ευαίσθητα και καλομεταχειρισμένα σημεία του σώματός σου; Θέλω να τελειώνει αυτή η κατάσταση. Να εφευρεθεί κάτι άλλο. Κάτι πιο υγιεινό. Γιατί όσο να ‘ναι το λάτεξ είναι και ανθυγιεινό. Δεν αναπνέει το δέρμα. Κι αν είσαι και αργός; Θα μείνει ο πόρος μη οξυγονωμένος για τόση ώρα; Αποκλείεται! Εγώ τον πόρο μου τον προσέχω. Και scrub του κάνω, και την ενυδάτωσή του του την προσφέρω και μία αναζωογόνηση μια φορά το μήνα θα την έχει.  Άσε που δεν ξέρεις και τι να διαλέξεις πια. Πας στο super market και τα χάνεις. Πιο πολλά και από τα απορρυπαντικά. Άλλο με γεύση φράουλα, άλλο με σοκολάτα, άλλο με υφή κοτλέ για περισσότερη ευχαρίστηση. Που τί να ευχαριστηθώ όταν μου μηδενίζεις την τριβή; Άντε το πολύ-πολύ εις ανάμνησιν. Εγώ λοιπόν, το sex δεν το θέλω στο συρτάρι ως ενθύμιο. Θέλω να νιώθω τις μυρωδιές και τα αρώματα στην πρωτογενή τους μορφή. Θέλω τα σώματα να αισθάνονται κι όχι απλά να συνυπάρχουν. Και σε όποιον αρέσω. Θα μου πεις, δεν φοβάσαι; Όχι απλά φοβάμαι. Χέζομαι. Αλλά και τι να κάνω. Να ζητάω χαρτί γιατρού; Που κι αυτό, σε ώρα ανάγκης το κάνει ο άνθρωπος. Γιατί δεν υπάρχει πια εμπιστοσύνη. Δεν ξέρεις και από που θα σου ‘ρθει. Νομίζω ότι η λύση είναι μία και ο μπακλαβάς γωνία. Μόνο με γνωστούς, καρατσεκαρισμένους. Και αν δούμε και τα δύσκολα; Μόνοι μας φίλοι. Έτσι, να έρθει η λίμπιντο να ξεχαρμανιάσει και να ισιώσει και το είναι μας. Γιατί δεν είμαστε τώρα για τρεχάματα. Όχι. Εγώ να τρέξω; Σε καμία περίπτωση. Δεν θέλω να ταλαιπωρούμαι. Και το ίδιο προτείνω και σε σας. Χαλαρά. Η ζωή είναι ωραία. Χαλαρά. Κι ας μην έχεις και παρέα. Χαλαρά.

Σε ρυθμό STOMP

Όταν οι σκούπες και τα φαράσια χορεύουν η ζωή γίνεται πιο ενδιαφέρουσα. Μια νύχτα σαν κι αυτή, όπου δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον στην ατμόσφαιρα, οι Stomp κατάφεραν να δώσουν ρυθμό στα λεπτά και ο χρόνος να γίνει σύμμαχος της πιο δυναμικής αλλά και γοητευτικής βραδιάς του Νοεμβρίου. Της τελευταίας του. Άνθρωποι καλοκουρδισμένοι και συντονισμένοι στην τέχνη τους, μετρήθηκαν με τα δευτερόλεπτα και τα έκαναν να λάμψουν στο σχεδόν γεμάτο Badminton. Τηγάνια, μπρίκια, βαρέλια, νεροχύτες ακόμη και αναπτήρες απέδειξαν σε όλους ότι έχουν ψυχή και μπορούν να γίνουν τέχνη μέσα από σκληρή δουλειά και αυτοσυγκέντρωση. Κι ανάμεσά τους, ο άνθρωπος καρικατούρα που σκορπούσε το γέλιο και έδινε τις αφορμές. Άνθρωποι όλων των ηλικιών τους χειροκρότησαν θερμά και προσπάθησαν στο τελευταίο δεκάλεπτο να συμπράξουν μαζί τους κρατώντας ρυθμούς με τα χέρια και τα δάχτυλα. Κι εγώ, κάπου εκεί, σαν μικρό παιδί, να γελάω και να ενθουσιάζομαι, περιμένοντας συνέχεια με αγωνία το επόμενο κόλπο, το επόμενο νούμερο και να χειροκροτώ με την καρδιά μου αυτή την χωρίς μελωδία ζωντανή μουσική.

Info: STOMP, 30 Νοεμβρίου – 5 Δεκεμβρίου
        Θέατρο Badminton, Ολυμπιακά ακίνητα, Γουδί
        Τηλ. 211 1010020